- ὄνησι
- ὄνησιςusefem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek
ονίνημι — (ΑΜ ὀνίνημι, Α μέσ. τ. και ὀνοῡμαι, έομαι) ωφελώ, βοηθώ, ευεργετώ κάποιον αρχ. 1. προκαλώ χαρά και ευχαρίστηση σε κάποιον 2. (η ευκτ. αορ. για διαμαρτυρία ή για ευχή) (ιδίως το β πρόσ.) ὄναιο να χαίρεσαι, να χαρείς 3. (η μτχ. εν. αρσ. μέσ. αορ. β … Dictionary of Greek
ταραξίπολις — όλιδος, ὁ, ἡ, Α άτομο που προξενεί ταραχές σε μια πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταραξ τού ταράσσω (πρβλ. τάραξις), σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + πόλις (πρβλ. ὀνησί πολις)] … Dictionary of Greek